ΣΟΦΙΑΣ ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ

 

ΤΟ ΒΡΩΜΟΧΩΡΙ

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1:Γεια σας παιδιά. Μια φορά το χωριό μας ήταν τόσο βρώμικο που οι γείτονες τού είχαν βγάλει το όνομα. Το λέγαν βρωμοχώρι. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σκουπίδια. Πουθενά δεν έβλεπες μια γλάστρα με λουλούδια ούτε ένα πράσινο δέντρο. Ο καπνός απ’ τις καμινάδες των σπιτιών και των εργοστασίων γέμιζε τον αέρα. Τα σπίτια είχαν μαυρίσει μέσα και έξω. Γιατί αυτά τα χάλια; Ποιος μπορεί να πει……

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2:Κάποτε κι αυτό το χωριό θα ήταν σαν τα γειτονικά. Άσπρο, άσπρο και καθαρό πάνω στην πράσινη πλαγιά, μα κάτι συνέβη και πήρε την κάτω βόλτα.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3:Ο δήμαρχος του χωριού ,πριν από χρόνια , όταν η κάπνα άρχισε να γίνεται πολλή κι όλα να μαυρίζουν ,κάλεσε μια ομάδα χωριανούς για να σκεφτούν ένα τρόπο να προλάβουν το κακό. Ας δούμε την ιστορία…

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ:Βρωμοχωρίτες, δείτε γύρω σας . Τα σπίτια σας μαυρίσανε , τα δέντρα μαραίνονται.

 

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ:Πού; Τι; Εγώ δεν βλέπω τίποτα. Μια χαρά μου φαίνονται όλα.

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ:Γραμματέα, βλέπω φοράς σκούρα γυαλιά του ηλίου. Χμ.. γι’αυτό δε σ’ ενοχλεί εσένα τίποτα! Γιατί όχι; Πολύ καλή ιδέα! Αντί να κάτσουμε να ασπρίζουμε και να καθαρίζουμε ολόκληρο χωριό , θα βάλουμε υποχρεωτικά σε όλους σκούρα γυαλιά.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4:Έτσι στο χωριό έγινε νόμος μικροί  μεγάλοι νύχτα μέρα να φορούν σκούρα γυαλιά. Στα παιδιά όμως δεν άρεσε καθόλου η ιδέα. Διαλέξανε λοιπόν μια ομάδα για αντιπρόσωπο όλων των παιδιών του χωριού και την έστειλαν στο δημαρχείο να τα πει.

 

 

ΠΑΙΔΙ 1:Κύριε , δήμαρχε, δεν είναι λύση αυτή. Εμείς δεν μπορούμε να παίξουμε ούτε να μελετήσουμε με μαύρα γυαλιά στα μάτια. Καλύτερα να βάψουμε το χωριό και να δουλέψουμε σκληρά να το καθαρίσουμε.

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ:Δεν αλλάζω γνώμη με τίποτα. Πού λεφτά να βάψεις ολόκληρο χωριό; Και από πού να αρχίσεις; Έπειτα οι βρωμοχωρίτες έχουν συνηθίσει στην τεμπελιά κι όπως δεν καλοβλέπουνε , δεν κάνουνε πια κανένα κόπο για τίποτα.

 

ΠΑΙΔΙ 2:Πρέπει μόνοι μας να κάνουμε κάτι. Για να σκεφτούμε τι μπορούμε να κάνουμε.

 

ΠΑΙΔΙ 3:Το αεροπλανάκι που έρχεται και ραντίζει τα χωράφια……..

 

ΠΑΙΔΙ 4:Τις δυο αντλίες της πυροσβεστικής που πετάνε με δύναμη το νερό και σβήνουν τις πυρκαγιές.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4:Τα παιδιά πήγαν στην πυροσβεστική υπηρεσία της περιοχής και είπαν στους πυροσβέστες το σχέδιό τους.

 

ΠΑΙΔΙ 5:Φορτώστε τις αντλίες σας στο αεροπλανάκι που ραντίζει , γεμίστε τη μία αντλία με άσπρη μπογιά, την άλλη με νερό και φάρμακο για τα δέντρα, πετάξτε νύχτα που όλοι κοιμούνται πάνω από το χωριό, βάψτε το άσπρο και πλύνετε τα δέντρα με το φάρμακο.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 5:Οι πυροσβέστες ξεκίνησαν το ίδιο απόγευμα με το αεροπλάνο να δουν από κοντά το χωριό. Πετάξανε χαμηλά πάνω από τα σπίτια. Οι βρωμοχωρίτες καθόντουσαν έξω από τις πόρτες τους. Ούτε που γύρισαν να δουν το αεροπλάνο.

 

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ 1:Μπράβο τεμπελίκι! Δαχτυλάκι δεν κουνιέται!

 

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ 2:Δες που φοράνε όλοι μαύρα γυαλιά! Πότε τα βγάζουν άραγε;

 

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ 1:Ποτέ , είναι νόμος! Τα φοράνε και στον ύπνο τους ακόμα.

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ 2:Τι λες, βάζουμε μπρος το σχέδιο των παιδιών; Μπορεί κάτι να γίνει.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 6:Περιμένανε μερικές βραδιές να βγει το φεγγάρι για να βλέπουν. Γέμισαν τις αντλίες , τη μία με ασβέστη για τα σπίτια , την άλλη με νερό και φάρμακο για να πρασινίσουν τα δέντρα και ξεκίνησαν. Πήγαν και ήρθαν πάνω από το βρωμοχώρι ένα σωρό φορές. Δουλέψανε όλη νύχτα χωρίς κανένας να τους πάρει χαμπάρι. Αδειάζανε τις αντλίες πότε βάφοντας τα σπίτια πότε πλένοντας τα δέντρα. Κατά τα ξημερώματα είχαν πια τελειώσει. Το χωριό τούς φάνηκε αγνώριστο καθώς έκαναν μια τελευταία βόλτα.

 

ΠΑΙΔΙ 6:Βγείτε έξω να δείτε! Σηκωθείτε, βγάλτε τα γυαλιά σας.

 

ΒΡΩΜΟΧΩΡΙΤΗΣ 1:Τι ομορφιά! Άσπρα σπίτια, άσπροι δρόμοι, πράσινα δέντρα!

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ:Μα τι είναι αυτό το ξαφνικό; Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Δεν πιστεύω στα μάτια μου.

 

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ:Θαύμα, ξεθαύμα, το καλό που σας θέλω μη πετάτε τα γυαλιά σας. Οι καμινάδες πάλι θα βγάλουν καπνούς και το χωριό πάλι θα μαυρίσει.

 

ΒΡΩΜΟΧΩΡΙΤΗΣ 2:Τι κρίμα! Σε λίγο το χωριό θα γίνει πάλι χάλια.

 

ΠΑΙΔΙ 7:Μη κάνετε έτσι. Υπάρχει τρόπος να μείνει για πάντα το χωριό καθαρό. Σας χαρίζουμε τα μπαλόνια μας!

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ:Ωραίο και τούτο: Να τα κάνουμε τι;

 

ΠΑΙΔΙ 8:Μα θα βάλουμε ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι πάνω από κάθε καμινάδα. Ο καπνός που θα βγαίνει θα φουσκώνει το μπαλόνι αντί να λερώνει τον αέρα. Όταν είναι εντελώς γεμάτα τα μπαλόνια θα τα μαζεύουμε και στη θέση τους θα βάζουμε άλλα άδεια.

ΒΡΩΜΟΧΩΡΙΤΗΣ 3:Τι τέλεια ιδέα! Πάμε στα σπίτια μας να τα συγυρίσουμε. Να βάψουμε με ωραία χρώματα πόρτες, παράθυρα, κεραμίδια και να δέσουμε μπαλόνια στις καμινάδες.

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1:Έτσι ήρθε μια μέρα που το χωριό έλαμπε. Ο δήμαρχος αποφάσισε να το γιορτάσει. Κάλεσε όλο τον κόσμο στην πλατεία και φυσικά τους πυροσβέστες.

 

ΔΗΜΑΡΧΟΣ:Αγαπητοί πυροσβέστες, σας ευχαριστώ που βοηθήσατε τα παιδιά στο έργο τους. Για να σας τιμήσω, σας χαρίζω το κλειδί του χωριού.

                         Και σας παιδιά το χωριό σάς χρωστάει την ομορφιά του. Γι’ αυτό σας στεφανώνω με αυτά τα λουλούδια και σας χαρίζω από ένα γλειφιτζούρι.

                         Το χωριό αλλάζει όνομα. Από αύριο όλες οι ταμπέλες  θα λένε: Καθαροχώρι!!!

 

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι ήρωες που θα δείτε είναι κούκλες. Ο μπαρμπα-Μυτούσης, η Σουβλίτσα και ο Κλούβιος. Η ιστορία μας είναι για ένα βάζο γλυκό. Όλη η φασαρία γίνεται γι αυτό το βάζο. Ο παππούς  τους δεν τους αφήνει να  φάνε το γλυκό. Το έχει για τους ξένους που έρχονται στο σπίτι. Για να δούμε , θα τα καταφέρουν η Σουβλίτσα και ο Κλούβιος να φάνε το γλυκό;