ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΚΑΛΑΝΤΟΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ»

 

ΣΕΝΑΡΙΟ:ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΚΙΑΣ

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ

ΚΟΛΛΗΤΗΡΙ

ΜΠΙΡΙΚΟΚΟΣ

ΚΟΠΡΙΤΗΣ

ΑΓΛΑΪΑ

ΧΑΤΖΕΙΑΒΑΤΗΣ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ

ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 1η

Καρ:Όπα, όπα, όπα, καλήν  ημέραν άρχοντες, αρχόντισσες, παιδάκια, μακάρι τώρα να’βρεχε  πατάτες με παϊδάκια και σούπα γιουβαρλάκια. Μη γελάτε παιδιά. Ξέρετε από πότε έχω να φάω ένα φαΐ της προκοπής; Ε; Θέλετε να μάθετε; Απ’ τα περσινά Χριστούγεννα έχω να φάω. Νηστεία υποχρεωτική. Δεν με βλέπετε τι χάλια έχω; Από μανεκέν που ήμουν έγινα πετσί και κόκαλο. Λάχανο τουρσί κάθε μέρα. Η κοιλιά μου έγινε πιο διάσημη κι απ’ τον Μπετόβεν. Ξέρετε ποιος ήταν ο Μπετόβεν; Ένας διάσημος μουσικός ,ναι. Ε, λοιπόν η κοιλιά μου πιάνει κάτι γουργουρητά, μα κάτι γουργουρητά απ’ την πείνα, που τύφλα να’ χει ο Μπετόβεν. Μάλιστα.

(Εμφανίζεται ο Χατζατζάρης).

 

Χατ:Καλημέρα Καραγκιόζη και χρόνια πολλά.

(Ο Καραγκιόζης τον χτυπάει).

Χατ:Γιατί με βαράς Καραγκιόζη;

Καρ:Εμένα βρήκες να κοροϊδέψεις, Χατζηχαβιάρη, χρονιάρες μέρες;

Χατ:Μα γιατί λες ότι σε κοροϊδεύω, Καραγκιόζη; Χρόνια πολλά σου είπα, δεν σε κορόιδεψα.

Καρ:Έτσι νηστικός που είμαι ,μπορώ να ζήσω χρόνια πολλά ρε ντενεκέ ξεγάνωτε;

Χατ: Μμμμ, σ’ αυτό έχεις δίκιο Καραγκιόζη. Αλλά εγώ στο είπα σαν ευχή.

Καρ:Να βρίσκεις άλλες ευχές να μου λες κάθε φορά που με βλέπεις.

Χατ: Σαν τι δηλαδή ευχές;

Καρ:Να μου λες για παράδειγμα αντί για χρόνια πολλά, ψωμιά πολλά, γλυκά πολλά, γιουβέτσια πολλά, μακαρόνια πολλά, φασόλια πολλά…

Χατ: Εντάξει, εντάξει, Καραγκιόζη, φτάνει, κατάλαβα. Για να βρεις όμως το φαΐ που ονειρεύεσαι πρέπει να δουλέψεις.

Καρ:Και τώρα τι κάνω νομίζεις;

Χατ:Δουλεύεις τώρα εσύ;

Καρ:Αμ, τι κάνω θαρρείς;

Χατ:Και τι δουλειά είναι αυτή που κάνεις τρομάρα σου;

Καρ:Λέω τα κάλαντα.

Χατ:Λες τα κάλαντα;

Καρ: Χριστούγεννα  έχουμε Χατζατζάρη, τα κάλαντα λέω. Πρωτοχρονιά θα πω το αρχιμηνιά, την πασχαλιά θα πω το «σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα».

Χατ:Μα είναι δουλειά αυτή για σένα; Τα κάλαντα τα λένε τα μικρά παιδιά.

Καρ:Ναι, και τα ξεγελούν οι μεγάλοι με κουλούρια και κουραμπιέδες. Εγώ όμως   ζητάω μόνο χρήματα και μάλιστα από κατοστάρικο και πάνω. Κι όσο πιο πλούσιοι είναι, τόσο πιο πολλά  ζητάω.

Χατ:Βρε αχαΐρευτε γίνονται αυτά που λες; Δεν ξέρεις πως οι πλούσιοι δίνουν πάντα τα λιγότερα; Κι αν σε πετάξουν έξω με τις κλοτσιές;

Καρ:Χριστούγεννα έχουμε Χατζιαβάτη. Όλο και κάποιος άνθρωπος θα υπάρχει να μου ανοίξει την πόρτα. Δεν μπορεί να έγιναν όλοι  τους τόσο σκληροί στον πόνο και στη δυστυχία!!

Χατ:Μακάρι η γέννηση του Χριστού να καλμάρει την καρδιά μας…να  μας κάνει πιο συμπονετικούς.

Καρ:Κι επειδή εσένα σε κόβω για πολύ συμπονετικό, θ’ αρχίσω τα κάλαντα από σένα Χατζηχαβιάρη.

Χατ:Πες τα ,Καραγκιόζη μου ,και του χρόνου με υγεία.

Καρ:Και γεμάτη την κοιλία.

 

(Ο Καραγκιόζης λέει τα κάλαντα στον Χατζηαβάτη).

 

Καρ:Καλήν ημέραν άρχοντα μεγάλε Χατζηαβάτη

Ποτέ αρρώστια μη σε βρει και πέσεις στο κρεβάτι

Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στο σπιτικό σου

Κι ό,τι καλό μες στη ζωή να γίνει ολοδικό σου.

 

Χατ:Μπράβο Καραγκιόζη, ωραία μου τα είπες σ’ ευχαριστώ και του χρόνου.

Καρ:Δεν μου δίνεις τώρα και το κατοστάρικο να πιάσει η ευχή ,Χατζηχαβιάρη;

Χατ: Με συγχωρείς το ξέχασα. Πάρ’ το Καραγκιόζη.

Καρ:Και τώρα φεύγω να προλάβω να πάρω σβάρνα τη γειτονιά.

Χατ:Καλό κουράγιο Καραγκιόζη και σε καλή μεριά. Γεια και χαρά σου.

Καρ:Γεια σου και σένα Χατζηχαβιάρη.

 

(Φεύγει ο Χατζηαβάτης από τη σκηνή).

Καρ:Σιγά μην του’ λεγα του κουτσομπόλη παιδιά, ότι τρέχω φέτος εγώ στα κάλαντα γιατί θέλω να κάνω έκπληξη στην καραγκιοζοοικογένεια, να τους αγοράσω επιτέλους φέτος εγώ το δώρο που περιμένουν τόσα χρόνια, να νιώσουν περήφανοι για μένα. Κι αφού δουλειά δεν έχω, μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσω να βγάλω τα χρήματα που χρειάζομαι. Ε, ρε μανούλα μου τι έχει να γίνει!!!

(Βγαίνει από τη σκηνή).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 2η

(Στη σκηνή βρίσκονται τα παιδιά του Καραγκιόζη :Ο Κολητήρης και ο Μπιρικόκος).

 

Μπιρ:Τελικά αυτοί οι μεγάλοι δεν τρώγονται με τίποτα.

Κολ:Με τίποτα, με τίποτα, α, παπα.

Μπιρ:Να πας φίλε μου να βγάλεις το μεροκάματο και να’ ρχεται ο ίδιος σου ο πατέρας να σου παίρνει τη μπουκιά απ’ το στόμα.

Κολ:Αυτός είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός που λένε και στην τηλεόραση.

Μπιρ:Κατάλαβες! Πάμε στο ένα σπίτι να πούμε τα κάλαντα, μας τα είπε ο πατέρας σας μας λένε, πάμε στο άλλο τα ίδια, πάμε στο παρακάτω ,δώσαμε στον πατέρα σας- δεν είναι δίκαιο αυτό.

Κολ:Και τώρα πώς θα αγοράσω εγώ το ποδήλατο με τις τριάντα δυο ταχύτητες που έβαλα στο μάτι ;

Μπιρ:Κι εγώ πώς θα αγοράσω το γκέμι μπόι που είδα στη βιτρίνα προχτές;

Κολ:Τι να το κάνεις εσύ το γκέμι μπόι, Μπιρικόκο;

Μπιρ:Να μάθω να το παίζω και να βάζω πολλά γκολ.

Κολ:Σιγά μη μάθεις τέτοιος κουμπούρας που είσαι.

Μπιρ:Κουμπούρας είσαι και φαίνεσαι, καζανοκέφαλε. Ξέρεις να οδηγείς ποδήλατο; Δεν θυμάσαι που τράκαρες προχτές με το γομάρι του μπαρμπα-Γιώργου στον τοίχο της προβάτας; Οι τριάντα δυο ταχύτητες σου έλειπαν.

Κολ:Τράκαρα γιατί δεν έπιασαν τα φρένα απ’ το γομάρι, αν θέλεις να ξέρεις.

Μπιρ:Μμμμ, δικαιολογίες…

Κολ:Να κοιτάς τα χάλια τα δικά σου εσύ.

 

(Μπαίνει στη σκηνή η Καραγκιόζαινα).

 

Αγλ:Γιατί μαλώνουν τα χρυσά μου; Δεν ξέρετε πως δεν πρέπει να χαλάμε τις καρδιές μας τέτοιες μέρες γιορτινές; Ο Χριστός έφερε την αγάπη μην το ξεχνάτε αυτό.

Κολ:Έχεις δίκιο μαμά, αλλά να, χάσαμε την ψυχραιμία μας  γιατί δεν μαζεύουμε αρκετά χρήματα στα κάλαντα και δεν μπορούμε να πάρουμε αυτό που θέλουμε.

Μπιρ:Τρέχει μας είπαν κι ο πατέρας στα κάλαντα κι όταν μας βλέπουν δεν μας δίνουν χρήματα.Μόνο κουλούρια και κουραμπιέδες.

Αγλ:Και γιατί παρακαλώ δεν σας δίνουν χρήματα;

Κολ:Γιατί τα μαζεύει όλα ο πατέρας μας. Τον βλέπουν μεγάλο και ντρέπονται να του δώσουν γλυκά και κουραμπιέδες.

Μπιρ:Κι εμάς μας φλόμωσαν στα σπιτικά κουλούριααααα…

Αγλ:Κι ο πατέρας σας γιατί θαρρείτε ότι τρέχει στα κάλαντα χαζούλικα; Ε, λοιπόν θα σας το πω το μυστικό. Με ρώτησε χτες τι δώρο θέλουμε να μας κάνει χρονιάρες μέρες που είναι και του είπα τι θέλει ο καθένας μας. Τόσα χρόνια δεν μας έκανε κανένα δώρο και το’ χει βάρος στη συνείδησή του.  Φέτος όμως αποφάσισε να  κάνει την αρχή, να μαζέψει εκείνος τα χρήματα που χρειάζεστε να σας κάνει έκπληξη, έστω μ’ αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο. Μη στενοχωριέστε λοιπόν.

Κολ:Αν είναι έτσι αλλάζουν τα πράγματα.

Μπιρ:Τότε μπράβο στον πατέρα που θέλησε να μας ξεκουράσει από το περπάτημα. Είναι και ο πρώτος.

Κολ:Ρε τον μπαγάσα. Κι εγώ που τον είχα παρεξηγήσει…..

Αγλ:Έτσι μπράβο θέλω να σας βλέπω να γελάτε και να είστε χαρούμενοι μέρες που είναι γλυκά μου.

Κολ-Μπιρ:Μην ανησυχείς μαμά δεν θα ξαναθυμώσουμε.

Αγλ:Άντε τώρα, να συνεχίσετε το τρέξιμο. Τα κάλαντα είναι πολύ παλιό έθιμο και πρέπει να το κρατήσουμε ζωντανό. Για να ρωτήσω τα παιδιά που μας βλέπουν, εσείς παιδιά τρέχετε στα κάλαντα;

 

(Απαντούν τα παιδιά από κάτω).

Παιδιά: Ναιιιι..

Αγλ:Μπράβο παιδιά. Να συνεχίσετε να τα λέτε κάθε χρόνο για να κρατήσετε κι εσείς το έθιμο όσο μπορείτε.

 

(Φεύγουν κι οι τρεις από τη σκηνή).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 3η

 

(Βγαίνει στη σκηνή ο Σιορ-Διονύσιος).

Διον :Γιάντα κάνετε ψυχούλες μου, καλάστε, καλάστε, καλάστε; Χριστούγεννα ήλθαν και μα τη καρδία μου πολύ μου αρέσκει αυτούνη η γιορτή. Δε βλέπω όμως χριστιανό κανένα να τον ασπαστώ από τα βάθη τσι ψυχής μου.

 

(Μπαίνει ο Καραγκιόζης).

Καρ:Αμάν τι ξεποδάριασμα είναι αυτό; Ανάψαν οι πατούσες μου απ’ το πολύ περπάτημα, παιδιά. Περπατάω και ξυπόλυτος πανάθεμά με, γιατί δεν θέλω να  χαλάσω τα γαμπριάτικα παπούτσια μου. Είναι και καινούρια ,δεκαπέντε χρονών.

Διον:Καλώς το Καραγκιόζο. Ίντα κάνεις, Καραγκιόζο, καλάσαι, καλάσαι, καλάσαι;

Καρ:Βρε ο Νιόνιος. Ευκαιρία να πω και σ’ αυτόν τα κάλαντα ,αν και είναι κομματάκι σπαγκοραμμένος, παιδιά.

Διον:Μόλις έλεγα Καραγκιόζο ότι δε βλέπω χριστιανό κανένα να τον ασπαστώ για να συγχωρεθεί η καρδία μου και φάνηκες εσύ ψυχούλα μου. Μιράκολο σου λέγω.

Καρ:Τι μιράκολο. Μόνο μιράκολο; Αυτή τη στιγμή στέκεται μπροστά σου, Νιόνιο, ο μεγαλύτερος καλαντοτραγουδιστής της οικουμένης.

Διον:Τι είσαι Καραγκιόζο; Καλαντοτραγουδιστής; Και τι ειν’ αυτό ψυχούλα μου;

Καρ: Τραγουδιστής στα κάλαντα. Να σου τραγουδήσω εγώ τα κάλαντα να σου φύγει το καφάσι Νιόνιο. Με το αζημίωτο βέβαια.

Διον:Και πόσο κοστίζει το καλαντοτράγουδο Καραγκιόζο;

Καρ:Α, αυτό εξαρτάται από τις συλλαβές που θα πω. Συλλαβή και κατοστάρικο.

Διον:Δηλαδή, ταρίφα και στα κάλαντα. Κομματάκι ακριβός μου φαίνεται ότι είσαι.

Καρ:Ναι αλλά θα σου πω κάλαντα που δεν έχεις ξανακούσει αρχιτσιγκούναρε.

Διον:Ε, τότε να τα ακούσω κι ας πλερώσω, ψυχούλα μου. Αν είναι να ευφρανθεί η καρδία μου να πλερώσω.

Καρ:Και βέβαια θα πλερώσεις .Άκου τα το λοιπόν.

 

(Ο Καραγκιόζης τραγουδάει τα κάλαντα στον Διονύσιο).

 

Καρ:Καλήν εσπέρα Νιόνιο μου και χρο, και χρόνια ευτυχισμένα, Χριστού τη Θεία γέννηση ν’ακου , ν’άκουσεις από μένα.

Διον:Μα αυτό καλιά μου που τραγουδάς δεν είναι κάλαντα.

Καρ:Γιατί δε σ΄άρεσε;

Διον:Μ’ άρεσε μα…. δεν είναι σωστά τα λόγια.

Καρ:Έτσι είναι τα κάλαντα τώρα στη ΟΝΕ, ευρωπαϊκά ,τρομάρα μας , κι εσύ είσαι ο πρώτος που τ’ακούς σε παγκόσμια μετάδοση, τυχεράκια.

Διον:Αν είναι έτσι να δώσω κάτι παραπάνω ψυχούλα μου.

Καρ:Και βέβαια έτσι είναι.

Διον: Ορίστε, Καραγκιόζο, εκατό δραχμές.

Καρ:Κοιτάτε ,παιδιά ένα σπάταλο.Ρε , ολόκληρη Ευρώπη σου τραγούδησα κι εσύ πας να τη βγάλεις μόνο με εκατό δραχμές;

Διον:Και πόσα θέλεις καλιά μου να σου δώκω;

Καρ:Τρεισήμισι χιλιάδες, Διονυσάκι ,τουτέστιν δέκα ευρώ στρογγυλά.

Διον:Ποπό, μα τι σόι κάλαντα είναι αυτά, έστω κι ευρωπαϊκά;

Καρ:Γιατί σου φαίνονται ακριβά;

Διον:Κομματάκι…..

Καρ:Και σου φαίνονται ακριβά. Είδες πόσο πήγε η φέτα;

Διον:Όχι.

Καρ:Αμ, εκεί που έφτασε πού να τη δεις καημένε. Γι’αυτό σου λέω κατέβαινε το χρήμα.

Διον:Τέλος πάντων , πάρ’το Καραγκιόζο και χρόνια πολλά.

Καρ:Και σε σένα με υγεία και του χρόνου. 

 

 (φεύγει ο Διονύσιος)

 

Καρ:Ορέ μανούλα μου η δουλειά πάει απ’ το καλό στο καλύτερο. Φεύγω να μεγαλώσω την πελατεία μου.

 

(φεύγει).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 4η

 

(Μπαίνει στη σκηνή ο μπαρμπα-Γιώργος).

 

Μπαρ:Ορέ μανούλα μ’ ιδώ είν’του σπίτι του Καραγκιόζ’.

(φωνάζει).

Μπαρμ:Καραγκιόζ’, πούσι ορέ Καραγκιόζ’; Βγές έξου ανηψούδι μ’…

Κολ:(από μέσα) Μπουλντόζα τράκαρε στη παράγκα ρέ μάνα και κάνει τόσο θόρυβο; Για βγες να δεις πριν μας τη γκρεμίσει.

Αγλ:Ποιος είναι καλέ;

Μπαρ:Ιγώ ίμι .

Αγλ:Καλώς το μπαρμπα-Γιώργο. Χρόνια πολλά μπαρμπα-Γιώργο, πέρασε μέσα να σε κεράσουμε κάτι.

Μπαρπ:Ευχαριστώ νύφη αλλά ψάχνου του ανηψούδι μ’ τον Καραγκιοζ’. Μήπους φάνκι κατά δω;

Μπιρ:Θείε, ο πατέρας είναι στη σύσκεψη.

Μπαρμ:Ορέ μανούλα μ’ κι τι είνι αυτή η σύσκεψη; Τρώγιτι ορέ;

Αγλ:Τι ψέματα λες στον θείο σου παλιόπαιδο, χρονιάρες μέρες.

Μπιρ:Εμένα έτσι μου είπε να λέω ο πατέρας σ’ όσους τον ζητούν.

Μπαρμ:Κι πού είνι για νάχουμι καλό ρώτημα;

Αγλ:Τρέχει στα κάλαντα μπαρμπα-Γιώργο για να μαζέψει κανά φράγκο.

Μπαρμ:Στα κάλαντα κοτζάμ μαντράχαλους; Δεν αντρέπιτι του γουμάρι που θα τουν γλέπει ου κόσμους;

Μπιρ:Και ποιος έχασε την ντροπή για να τη βρει ο πατέρας μου;

Μπαρμ:Τέλους πάντουν, ήρθα για να σας αφήσου λίγου μανούρι που το’φτιαξα τις προυάλλες, πριν ένα χρόνου, να φάτι  να με θυμάστι μέρες πούνι. Άντι, γεια και χαρά κι χρόνια πολλά.

Κολ:Να το φάμε πρώτα κι αν ζήσουμε, θα σε θυμόμαστε.

Αγλ:Χρόνια πολλά μπαρμπα-Γιώργο, ευχαριστούμε να πας στο καλό.

 

(φεύγουν όλοι από τη σκηνή).

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 5η

 

(στη σκηνή βγαίνει ο Μορφονιός).

 

Μορ:Μενά με λεν μενά με λεν Ομορφονιό της μάνας μου καμάρι και τα κορίτσια σφάζονται ποια θα με πρωτοπάρει. Ουίτ, μανούλα μου, πόσο μου αρέσουν τα Χριστούγεννα.

 

(Βγαίνει ο Καραγκιόζης).

 

Καρ:Να και ο Μορφονιός, ο περιζήτητος γαμπρός.

Μορ:Μενα με λεν…

Καρ:Κι είσαι να σε κλαιν.

Μορ:Μένα με λεν..

Καρ:Κι είσαι να σε κλαιν..

Μορ:Μενα με λένε Μορφονιό, της μάνας μου καμάρι, ουίτ.

Καρ:Βρε καλώς τη μελιτζάνα.(τον πιάνει από τη μύτη).

Μορ:Αφήστε κάτω τη μύτη μου ,ουίτ.

Καρ:Μύτη είναι αυτό που πιάνω ή τα κάγκελα της δημαρχίας; Την αφήνω. Ποπό είναι και συναχωμένος τρομάρα του με γέμισε κόλλα.

Μορ:Κύριε Καραγκιόζη, αν και είμαι συναχωμένος βγήκα για να χορτάσω τα Χριστούγεννα, να δω τις βιτρίνες στολισμένες, ουίτ, να δω  ανθρώπους ……

Καρ:Κι εγώ να δω κανά φράγκο.

Μορ:Και τι κάνετε ουίτ για να βγάλετε χρήματα , ουίτ;

Καρ:Λέω τα κάλαντα.

Μορ:Α, ωραία, περάστε κι απ’ το σπίτι μας , ουίτ.

Καρ:Κι ότι πήγαινα εκεί.

Μορ:Θα είναι η μαμά.

Καρ:Έφυγαααα.

Μορ:Στο καλό και του χρόνου.(τραγουδάει) :Μενά με λεν, μενά με λένε   Μορφονιό της μάνας μου ,της μάνας μου καμάρι.

 

(φεύγει).

 

 

 

 

Σκηνή 6η

(βγαίνει ο Καραγκιόζης)

 

Καρ:Ε, ρε ,χαρά που θα κάνουν τα καραγκιοζάκια σαν δουν τα δώρα που τους αγόρασα για τα Χριστούγεννα!

 

(φωνάζει)

 

Καρ:Κολλητήρι , Μπιρικόκο , Κοπρίτη , Αγλαΐα! Για βγέστε έξω να δείτε τι σας φέρνω!

 

(βγαίνει πρώτος ο Κοπρίτης)

 

Κοπ:Τι μας φέλνεις πατέλα;

Καρ:Από πού ξεφύτρωσες εσύ,μικρόβιο κι έφτασες πρώτος;

Κοπρ:Πέλασα από τη χαλαμάδα της πόλτας.

 

(βγαίνουν και οι υπόλοιποι της οικογένειας)

 

Αγλ:Αντρούλη μου ,καμάρι μου, κουβαλητή μου.

Καρ:Σιγά ρε γυναίκα θα με γεμίσεις σορόπια.

Κολ:Μπαμπάκο, μου αγόρασες το ποδήλατο με τις τριάντα δυο ταχύτητες;

Μπιρ:Και μένα μου αγόρασες το γκέμι μπόι;

Καρ:Όλα σας τα αγόρασα.

Κολ-Μπιρ:Μπράβο πατέρα είσαι και ο πρώτος!

Καρ:Έτσι , για να σας δω και μια φορά χαμογελαστούς. Γιατί ,ξέρετε πόσο μεγάλη σημασία έχει το χαμόγελο στη ζωή μας; Μεγάλη σημασία.

Γι’ αυτό ,παιδιά μου ,να γελάτε, να γελάτε κάθε στιγμή, να χαίρεστε τη ζωή τώρα που είστε νέοι , να ακούτε τους γονείς και τους δασκάλους σας για να προκόψετε.

Και τώρα βάρα, μανέστρο,τα κλαπατσίμπαλα να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τα κάλαντα με τα παιδιά. Γεια σας και χρόνια πολλά πολλά. Καλά Χριστούγεννα!!!

 

(βγαίνουν όλες οι φιγούρες στη σκηνή και τραγουδούν τα κάλαντα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(βγαίνει ο Σταύρακας).

Σταυρ:Αμάν αδερφάκι μου τι γιορτή κι αυτή. Χριστούγεννα σου λέει. Με γεια του με χαρά του. Να πάμε σε ένα μαγαζί να κάνουμε κατάσταση που λένε. Με τα καλά μας, τα φαγιά μας , τα κρασιά μας, να ρίξουμε τις γύρες μας , να κάνουμε το κέφι μας αδερφέ μου, κι από λεφτά έχει ο Θεός.

Χαχ:Τώρα που σε βρήκα δε μου ξεφεύγεις, Σταύρακα.

Σταυρ:Αμάν , κλάψε μανούλα μου γλυκιά, ο Χαχαμίκος. Ρε τι γκαντεμιά είναι αυτή;

Χαχ: Πότε θα μου πλερώσεις τα νοίκια που μου χρωστάς ,θα περιμένω πολύ ακόμα;

Σταυρ:Όπου νάναι έρχονται.

Χαχ:Τι όπου νάναι; Πότε θαναι μου λες;

Σταυρ:Να περάσουν κι οι γιορτές.

Χαχ:Κι εγώ ως τότε τι θα τρώω; Ελιές;

Σταυρ:Πώς κάνεις έτσι κύριε Χαχαμίκο , είπαμε θα σε πλερώσω ,όταν έχω, μετά τις γιορτές.

Χαχ:Θα φέρω την αστυνομία, να τι θα κάνω. Θα δεις εσύ. Θα σε κανονίσω.

Σταυρ:Να χαρείς αφεντικό την υγειά σου μέρες που’ναι κάνε λιγάκι υπομονή, δείξε λιγη κατανόηση να ούμε.

Χαχ:Να δείξω, ώσπου να περάσουν οι γιορτές και μετά τα λέμε αν δεν με ξεπληρώσεις.

Σταυρ:Είσαι μεγάλη ψυχή κύριε Χαχαμίκο μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

λ:Ορέ , Ισμαήλ, έχουν πλάκα οι γκιαούρηδες με τις γιορτές τους. Δε φοβούνται καθόλου. Πάνε στις εκκλησιές , χορεύουν, τραγουδούν, σαν να μην είναι σκλαβωμένοι ορέ , το καταλαβαίνεις;

Ισμ: Θαρραλέος λαός Βεληγκέκα. Παμπόνηροι  και